Κνιδίας

Κνιδίας
Κνιδίᾱς , Κνίδιος
of
fem acc pl
Κνιδίᾱς , Κνίδιος
of
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κηφισόδοτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος στρατηγός (5ος αι. π.Χ.). Ο Ξενοφών αναφέρει πως συμμετείχε στη μάχη στους Αιγός Ποταμούς. 2. Κ. ο πρεσβύτερος (5ος 4ος αι. π.Χ.). Γλύπτης. Πιθανότατα ήταν πατέρας του Πραξιτέλη. Κανένα γνήσιο έργο του δεν… …   Dictionary of Greek

  • Κνίδος — Αρχαία πόλη στην Καρία της Μικράς Ασίας, στην άκρη της Κνιδίας χερσονήσου, με την οποία την ένωνε ένας ισθμός, Α του ακρωτηρίου Τριοπίου. Ήταν αποικία των Σπαρτιατών και μέλος της δωρικής Εξάπολης. Περίπου το 390 π.Χ. η Κ. σύναψε συμμαχία με τη… …   Dictionary of Greek

  • Νιρέας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Σύμης και της γειτονικής Κνιδίας χώρας. Είχε πάρει μέρος στον Τρωικό πόλεμο με τρία πλοία. Σε μια σύγκρουση κοντά στον ποταμό Κάικο σκότωσε την Ιέρα, τη γυναίκα του Τήλεφου. Σύμφωνα με μια παράδοση,… …   Dictionary of Greek

  • Πραξιτέλης — (4ος αι. π.X.). Αθηναίος γλύπτης, γιος του Κηφισόδοτου και πατέρας του Κηφισόδοτου και του Τιμάρχου, επίσης γλυπτών. Ο Πλίνιος τοποθετεί την ακμή του στην 104η Ολυμπιάδα (364 – 361) και ο Παυσανίας αναφέρει ότι έδρασε περίπου το 340. Περί τα μέσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”